ἀμφιεννύω

ἀμφιεννύω
ἀμφϊεννύω , ἀμφιέννυμι
put round
pres subj act 1st sg
ἀμφϊεννύω , ἀμφιέννυμι
put round
pres subj act 1st sg
ἀμφϊεννύω , ἀμφιέννυμι
put round
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφιέννυμι — ἀμφιέννυμι και ἀμφιεννύω (Α) 1. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με κάτι, τού φορώ κάτι, ενδύω, ντύνω 2. μέσ. ντύνομαι, φορώ 3. παθ. στην ίδια σημασία με το ενεργητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ἕννυμι, ἑννύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • περιαμφιέννυμι — και περιαμφιεννύω Α περικαλύπτω κάτι από όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω «ντύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”